προπιονικός

προπιονικός
-ή, -ό, Ν
φρ. α) «προπιονική αλδεΰδη»
χημ. άλλη ονομασία τής προπανάλης
β) «προπιονικός ανυδρίτης»
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ανυδρίτης τού προπανοϊκού ή προπιονικού οξέος, αλλ. προπανοϊκός ανυδρίτης
γ) «προπιονικό οξύ»
χημ. άλλη ονομασία τού προπανοϊκού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propionic (acid) < προ-* + πίων «παχύς, ευτραφής» + κατάλ. -ic. Η λ. προπιονικός (προπιονικόν οξύ) μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προπένιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τού προπυλενίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. propene < prop (< propionic acid, βλ. λ. προπιονικός) + κατάλ. χημ. ορολογίας ene] …   Dictionary of Greek

  • προπυλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστος, αιθυλενικός υδρογονάνθρακας που ανήκει στην ομόλογη σειρά τών αλκενίων ή ολεφινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propylene < propyl (< prop < propionic acid, βλ. λ. προπιονικός + yl) +… …   Dictionary of Greek

  • προπυλαμίνη — η, Ν χημ. άκυκλη, αζωτούχα οργανική ένωση, πρωτοταγής αμίνη που παρασκευάζεται είτε με επίδραση αμμωνίας στο προπυλοβρωμίδιο είτε με επίδραση αμμωνίας και υδρογόνου στην προπανάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. αγγλ. propylamine <… …   Dictionary of Greek

  • προπυλιδένιο — το, Ν χημ. δισθενής οργανική ρίζα που προκύπτει κατά την αφαίρεση δύο ατόμων υδρογόνου από ένα ακραίο άτομο άνθρακα τού μορίου τού προπανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propylidene < propyl (< prop < propionic acid, βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • προπύλιο — το, Ν χημ. μονοσθενής οργανική ρίζα, που προκύπτει κατά την αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από ένα ακραίο άτομο άνθρακα τού μορίου τού προπανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propyl < prop (< propionic acid, βλ. λ. προπιονικός) + yl …   Dictionary of Greek

  • φαινυλοπροπιονικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλοπροπιονικό οξύ» χημ. άλλη ονομασία για το φαινυλοπροπανοϊκό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. (acide) phenylpropionique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + propionique (βλ. προπιονικός)] …   Dictionary of Greek

  • χλωροπροπιονικός — ή, ό, Ν φρ. «χλωροπροπιονικό οξύ» χημ. άλλη ονομασία τού χλωροπροπανοϊκού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloropropionique < chloro (< χλωρ[ο] *) + propionique (βλ. προπιονικός)] …   Dictionary of Greek

  • χλωροπροπιονιτρίλιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τού προπιονιτριλίου, που χρησιμοποιείται ευρέως ως ενδιάμεσο κατά την παραγωγή πολυμερών και φαρμακευτικών προϊόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloropropionitrile < chloro… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”